- κίρκος
- (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές. Στην Ελλάδα φτάνουν στις αρχές της άνοιξης. Συχνάζουν σε εκτεταμένες ζώνες, κυρίως ελώδεις, όπου τρέφονται με μικρά θηλαστικά, ερπετά και αμφίβια.
Το περισσότερο διαδεδομένο είδος στην Ευρώπη είναι το γεράκι του βάλτου. Άλλα γνωστά είδη –ορισμένα από τα οποία συναντώνται και στην Ελλάδα– είναι ο κ. ο αγροδίαιτος, ο κ. ο ορνιθοφάγος (περδικογερακίνα, μεγάλο σαΐνι), ο κ. ο βασιλικός κ.ά.
Στην Ελλάδα, γνωστός με τις ονομασίες γεράκι, σαΐνι ή τσιχλογέρακας είναι ο κ. ο κοινός, ο οποίος έχει αξιόλογες πτητικές ικανότητες. Το μήκος του φτάνει τα 35 εκ., ενώ το άνοιγμα των φτερών του ξεπερνά τα 80 εκ. Τα αρσενικά είναι πιο μικρόσωμα από τα θηλυκά. Κυνηγούν, κατά προτίμηση, πουλιά και τρωκτικά και αποφεύγουν να τρέφονται μόνο με ψοφίμια, όπως τα υπόλοιπα ιερακοειδή. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, αρσενικά και θηλυκά κατασκευάζουν, μέσα σε πυκνή βλάστηση, μια στερεή φωλιά, διαμέτρου περίπου 35 εκ. Το θηλυκό γεννά, με διαλείμματα δύο ημερών, συνολικά 4-6 αβγά, τα οποία κλωσάει επί τέσσερις εβδομάδες. Το αρσενικό έχει μόνο τη μέριμνα της διατροφής των μικρών. Η εξημέρωση αυτών των αρπακτικών για θηρευτικούς σκοπούς (κυνήγι φασιανού κλπ.) εφαρμόζεται από την αρχαιότητα.
Ο κ. ο ορνιθοφάγος μπορεί να κυνηγήσει τα θύματά του ακόμα και μέσα σε αυλές σπιτιών. Είναι γνωστός με τις κοινές ονομασίες περιστερογερακίναπερδικογερακίνα. Αναγνωρίζεται από το γκριζοκάστανο, με γαλάζιες αποχρώσεις, φτέρωμά του.
Ο κίρκος ο ορνιθοφάγος είναι γνωστός για την επιθετικότητά του.
Ο κίρκος ο κοινός (γεράκι, τσιχλογέρακας, σαΐνι)∙ τον χρησιμοποιούσαν σε παλαιότερες εποχές για θηρευτικούς σκοπούς.
* * *(I)ο (AM κίρκος), ιερακόμορφο πτηνό που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια accipitridae.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ονοματοποιία (πρβλ. κρεξ). Η άποψη κατά την οποία συνδέεται με τη λ. κίρκος (II) «κρίκος, κύκλος» (από την κυκλική κίνηση τού γερακιού) είναι λιγότερο πιθανή. Από τη λ. κίρκος παράγεται πιθ. το όνομα τής μάγισσας Κίρκης].————————(II)κίρκος, ὁ (Α)1. κρίκος*2. λύκος3. είδος λίθου4. (κατά τον Ησύχ. και Φώτ.) κωπηλάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος*, με μετάθεση].————————(III)κίρκος, ὁ (AM)ιππόδρομος, αμφιθέατρο («ἔν τε τοῑς ἱππικοῑς θεάτροις, ἅ κίρκους καλοῡσι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. circus «ιππόδρομος»].
Dictionary of Greek. 2013.